Μια
φωτογραφία, (ακόμα μία)
από
τα μαθητικά χρόνια στο Γυμνάσιο Αρναίας, αλλά αχρονολόγητη.
Όμως,
και τι να τις κάνεις να τις θυμάσαι τις χρονολογίες όταν είσαι 15-16
χρονών με τη ζωή μπροστά σου όσο δύσκολη
και να είναι αυτή η ζωή;
Τις
χρονολογίες σού τις θυμίζουν άλλα πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις, όταν πια
ωριμάσεις και αρχίζεις να σκέφτεσαι, «αλλιώς» και όχι μόνο να σκέφτεσαι αλλά
και να κάνεις συγκρίσεις τότε που μπορείς
να συγκρίνεις τα «τότε» με τα
«τώρα», τα πριν και τα μετά . . . αλλά και πάντα να αμφιβάλλεις.
Και
να είσαι «κουμπωμένος» γι’ αυτά τα « μετά», για τα μελλούμενα που λένε οι
ποιητές . . ..
Η
φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη, όπως ασπρόμαυρα
ήταν όλα τότε. Γιατί τότε δεν υπήρχαν και πολλά χρώματα. Τα είχαν
περιορίσει τα χρώματα τότε.
Η
ψυχή τότε αναγάλλιαζε με τα χρώματα της φύσης και τα πολύχρωμα υφαντά που υπήρχαν σε κάθε σπίτι , αλλά και με τα
όνειρα, που τα όνειρα , ποτέ και πουθενά
κανείς δεν μπόρεσε να τα απαγορέψει, ούτε να τα ελέγξει, να τα μαυρίσει
τελείως.
Έτσι είχαμε το ελεύθερο να ονειρευόμαστε, ο
καθένας με τον τρόπο του, αλλά πάντοτε σύμφωνα με την ζουμερή ηλικία μας που απαιτούσε φαντασία.
Τότε που όλα ή σχεδόν όλα ήταν ασπρόμαυρα, και με
πολλές αποχρώσεις τού .. .μαύρου, τού
μελανού, τού μέλαινος, τότε που ακόμα και η γραβάτα που φορούσαν όλοι οι
διορισμένοι κρατικοδίαιτοι ,αλλά και
μερικοί δάσκαλοί μας, κι’ αυτή ήταν μαύρη για να ταιριάζει και να προϊδεάζει,
να «δένει» με την περιφρουρούμενη και
κατευθυνόμενη ιδεολογία της εποχής, αλλά
και με τις εθνικοθρησκευτικές πεποιθήσεις μερικών, τις καλοπληρωμένες.
Και
δεν έφτανε το λάθος (κοντράστ το λένε;) τού ερασιτέχνη φωτογράφου, αλλά ήταν κι’ αυτό το «φόντο» με
τις μαύρες ποδιές εκεί πίσω πίσω στα κορίτσια της τάξης μας που
μαυρίζει ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση και δίνει μια νότα διαφορετική
από το τι θα έπρεπε να εκπέμπει μια φωτογραφία δεκαπεντάχρονων παιδιών.
Δηλαδή
κοντολογίς, η όλη εικόνα, δείχνει και παρουσιάζει τριάντα δύο παιδιά που τα περισσότερα δεν
γελούν, δε ................>>>>